- αυτοτομία
- ηβιολ. η ικανότητα ορισμένων ζώων να αποκόπτουν αυτόματα και αντανακλαστικά τμήμα του σώματός τους που έχει παγιδευθεί ή τραυματιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοτομία ή αυτότμηση — Ο ακρωτηριασμός ορισμένου μέλους του σώματος κάποιου ζώου, που οφείλεται είτε σε ανακλαστικές είτε σε βουλητικές διεργασίες του έμβιου όντος. Έχουν επισημανθεί διάφορες περιπτώσεις α., όπως αυτή που αποτελεί αμυντικό μέσο του ζώου, ή τρόπο… … Dictionary of Greek
Autotomie — Teil des Schwanzes (grau), durch Autotomie abgetrennt Die Autotomie (griechisch αυτοτομία autotomía = ‚Selbst Schneidung‘) bezeichnet bei Tieren die Fähigkeit mancher Arten, bei Gefahr einen Körperteil abzuwerfen. Je nach Tiergruppe wächst… … Deutsch Wikipedia